φιλίων — φίλιον, Α (συγκριτ. βαθμός) πιο αγαπητός, πιο προσφιλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. ίων συγκριτ. βαθμού. Για τον σχηματισμό βλ. και λ. φίλος] … Dictionary of Greek
Φιλίων — Φίλιος friendly masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίων — φίλιος friendly fem gen pl φίλιος friendly masc/neut gen pl φίλιος friendly masc/fem/neut gen pl φῑλίων , φῖλος neut gen pl (doric) φιλέω love pres part act masc nom sg (doric) φιλιόω make a friend of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φιλιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Λευκασίου, δήμος — Νέος δήμος (3.892 κάτ.) του νομού Αχαΐας, ο οποίος συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Νικολάου, Άνω Κλειτορίας, Άρμπουνα, Γλάστρας, Δρυμού, Καστελλίου, Καστρίων, Κλειτορίας, Κλείτορος, Κρινοφύτων,… … Dictionary of Greek